ροδόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδόπεπλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πεπλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδόπεπλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>πρβλ.</b> [[κυανόπεπλος]], [[χρυσόπεπλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥοδόπεπλος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανόπεπλος, χρυσόπεπλος)].