σμιρίς: Difference between revisions

From LSJ
(38)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], γεν. και σμίρεως, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σμύρις]].
|mltxt=-ίδος, γεν. και σμίρεως, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σμύρις]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek (Liddell-Scott)

σμιρίς: «ἄμμου εἶδος, ᾗ σμήχονται οἱ σκληροὶ τῶν λίθων. καὶ δένδρον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, γεν. και σμίρεως, ἡ, Α
βλ. σμύρις.