σπίλον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(38)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σπίλον
|Medium diacritics=σπίλον
|Low diacritics=σπίλον
|Capitals=ΣΠΙΛΟΝ
|Transliteration A=spílon
|Transliteration B=spilon
|Transliteration C=spilon
|Beta Code=spi/lon
|Definition=τό, only in pl., [[strings of gut]], Hsch. = [[στέμφυλα]], Id.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπίλον''': τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.
|lstext='''σπίλον''': τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίλον Medium diacritics: σπίλον Low diacritics: σπίλον Capitals: ΣΠΙΛΟΝ
Transliteration A: spílon Transliteration B: spilon Transliteration C: spilon Beta Code: spi/lon

English (LSJ)

τό, only in pl., strings of gut, Hsch. = στέμφυλα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. τά σπίλα
1. έντερα
2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].