σπαργανώνω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(38)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σπαργανῶ, -όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, -όομαι, Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).
|mltxt=[[σπαργανῶ]], [[σπαργανόω]], ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. [[σπαργνοῦμαι]], [[σπαργνόομαι]], Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] [[ἐσπαργανωμένον]]», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 08:35, 15 January 2021

Greek Monolingual

σπαργανῶ, σπαργανόω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῦμαι, σπαργνόομαι, Α σπάργανον
(σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).