συγκυριότητα: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].