συνεδρίαση: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, / [[συνεδρίασις]], -άσεως, ΝΜ [[συνεδριάζω]]<br />[[συνεδρία]], [[σύσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> η [[σύμπραξη]] τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την [[έκδοση]] απόφασης και, ευρύτερα, τη [[διενέργεια]] πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[συνεδρίασις]], -άσεως, ΝΜ [[συνεδριάζω]]<br />[[συνεδρία]], [[σύσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> η [[σύμπραξη]] τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την [[έκδοση]] απόφασης και, ευρύτερα, τη [[διενέργεια]] πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.
|mltxt=η, / [[συνεδρίασις]], -άσεως, ΝΜ [[συνεδριάζω]]<br />[[συνεδρία]], [[σύσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> η [[σύμπραξη]] τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την [[έκδοση]] απόφασης και, ευρύτερα, τη [[διενέργεια]] πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, / συνεδρίασις, -άσεως, ΝΜ συνεδριάζω
συνεδρία, σύσκεψη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμπραξη τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την έκδοση απόφασης και, ευρύτερα, τη διενέργεια πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.

Greek Monolingual

η, / συνεδρίασις, -άσεως, ΝΜ συνεδριάζω
συνεδρία, σύσκεψη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμπραξη τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την έκδοση απόφασης και, ευρύτερα, τη διενέργεια πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας, σύμφωνης με τους θεσμικούς κανόνες λειτουργίας του.