συνεπιπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
|lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιπλέω]]<br />[[συμμετέχω]] σε ναυτική [[εκστρατεία]] («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιπλέω]]<br />[[συμμετέχω]] σε ναυτική [[εκστρατεία]] («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιπλέω]]<br />[[συμμετέχω]] σε ναυτική [[εκστρατεία]] («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπλέω Medium diacritics: συνεπιπλέω Low diacritics: συνεπιπλέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΛΕΩ
Transliteration A: synepipléō Transliteration B: synepipleō Transliteration C: synepipleo Beta Code: sunepiple/w

English (LSJ)

   A join in a naval expedition, D.50.59.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).