συμπόρευση: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον. | |mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 27 September 2022
Greek Monolingual
συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.