συνεκπλώω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(39)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συνεκπλέω]].
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συνεκπλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκπλώω:''' ион. = [[συνεκπλέω]].
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπλώω: ион. = συνεκπλέω.