3,277,719
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / τεῡχος, -ους, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] συγγράμματος, [[συνήθως]] πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που [[μετά]] τη [[συμπλήρωση]] του καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο [[τεύχος]] του 55ου [[τόμου]] της εγκυκλοπαίδειας <i>Πάπυρος</i> - <i>Λαρούς</i> - <i>Μπριτάνικα</i>»)<br /><b>2.</b> [[φύλλο]] περιοδικού («το περιοδικό αφιέρωσε ένα ειδικό [[τεύχος]] στον Κωστή Παλαμά»)<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> κύριο [[σώμα]] σκεύους ή μηχανήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνολο]] χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους [[άκρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όργανο, [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ τεύχεα</i><br />α) πολεμικά όργανα, όπλα, άρματα<br />β) (γενικά) [[πανοπλία]]<br />γ) τα μέρη του πλοίου, όπως π.χ. τα [[κουπιά]], τα [[ιστία]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[κάθε]] είδους [[αγγείο]]: α) [[λουτήρας]] («πίτνει δ ἐν ἐνύδρῳ τεύχει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[τεφροδόχος]] [[υδρία]] («φέροντες αὐτοῡ σμικρὰ λείψαν' ἐν βραχεῑ τεύχει», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[κάλπη]] ψηφοφορίας («εἰς αἱματηρὸν τεῡχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τις σπονδές<br />ε) [[σταμνί]] για [[μετακόμιση]] νερού<br />στ) [[ποτήρι]] («ἔδωκε πλῆρες τεῡχος, εἰς [[οἶνον]] βαλών», <b>Ευρ.</b>)<br />ζ) [[αμφορέας]]<br />η) [[δοχείο]] αρωμάτων<br />θ) [[ουροδοχείο]]<br />ι) πλατύστομο [[αγγείο]], [[βάζο]]<br />ια) [[κιβώτιο]] («καὶ [[τἆλλα]] [[πολλά]] ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br />ιβ) [[κουβάς]], [[κάδος]]<br />ιγ) [[κυψέλη]] [[μελισσών]]<br />ιδ) [[κάλυκας]] άνθους που έχει [[σχήμα]] αγγείου<br /><b>4.</b> τα αγγεία του σώματος<br /><b>5.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]], [[επειδή]] περιέχει τα [[εντόσθια]], τα σπλάχνα<br /><b>6.</b> το [[αβγό]] τών πτηνών<br /><b>7.</b> [[κτίσμα]], [[οικοδόμημα]] («ἀνεκτίσθη τὸ [[τεύχος]] τοῡτο», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[θήκη]] για [[τοποθέτηση]] κυλίνδρων παπύρου<br /><b>9.</b> [[φύλλο]] χαρτιού σε κύλινδρο<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ δημόσιον τεῡχος» — [[μητρώο]] τών πολιτών, [[δημοτολόγιο]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]]. Η λ. [[τεῦχος]] με αρχική σημ. «[[αντικείμενο]], όργανο, [[κατασκεύασμα]]» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. για να δηλώσει ειδικότερα τα πολεμικά όργανα, τον οπλισμό, [[κυρίως]] τον αμυντικό, σε [[αντιδιαστολή]] με τον τ. <i>ὅπλα</i>, ενώ αργότερα έλαβε πολλές και διάφορες σημ. Τέλος, στη Νέα Ελληνική, η λ. περιορίστηκε σε μία μόνο σημ., η οποία φαίνεται ότι προήλθε από τη σημ. «[[σύνολο]] χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους [[άκρη]]» και που απέκτησε η λ. στους αλεξανδρινούς χρόνους]. | |mltxt=το / τεῡχος, -ους, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] συγγράμματος, [[συνήθως]] πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που [[μετά]] τη [[συμπλήρωση]] του καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο [[τεύχος]] του 55ου [[τόμου]] της εγκυκλοπαίδειας <i>Πάπυρος</i> - <i>Λαρούς</i> - <i>Μπριτάνικα</i>»)<br /><b>2.</b> [[φύλλο]] περιοδικού («το περιοδικό αφιέρωσε ένα ειδικό [[τεύχος]] στον Κωστή Παλαμά»)<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> κύριο [[σώμα]] σκεύους ή μηχανήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνολο]] χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους [[άκρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όργανο, [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ τεύχεα</i><br />α) πολεμικά όργανα, όπλα, άρματα<br />β) (γενικά) [[πανοπλία]]<br />γ) τα μέρη του πλοίου, όπως π.χ. τα [[κουπιά]], τα [[ιστία]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[κάθε]] είδους [[αγγείο]]: α) [[λουτήρας]] («πίτνει δ ἐν ἐνύδρῳ τεύχει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[τεφροδόχος]] [[υδρία]] («φέροντες αὐτοῡ σμικρὰ λείψαν' ἐν βραχεῑ τεύχει», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[κάλπη]] ψηφοφορίας («εἰς αἱματηρὸν τεῡχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τις σπονδές<br />ε) [[σταμνί]] για [[μετακόμιση]] νερού<br />στ) [[ποτήρι]] («ἔδωκε πλῆρες τεῡχος, εἰς [[οἶνον]] βαλών», <b>Ευρ.</b>)<br />ζ) [[αμφορέας]]<br />η) [[δοχείο]] αρωμάτων<br />θ) [[ουροδοχείο]]<br />ι) πλατύστομο [[αγγείο]], [[βάζο]]<br />ια) [[κιβώτιο]] («καὶ [[τἆλλα]] [[πολλά]] ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br />ιβ) [[κουβάς]], [[κάδος]]<br />ιγ) [[κυψέλη]] [[μελισσών]]<br />ιδ) [[κάλυκας]] άνθους που έχει [[σχήμα]] αγγείου<br /><b>4.</b> τα αγγεία του σώματος<br /><b>5.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]], [[επειδή]] περιέχει τα [[εντόσθια]], τα σπλάχνα<br /><b>6.</b> το [[αβγό]] τών πτηνών<br /><b>7.</b> [[κτίσμα]], [[οικοδόμημα]] («ἀνεκτίσθη τὸ [[τεύχος]] τοῡτο», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[θήκη]] για [[τοποθέτηση]] κυλίνδρων παπύρου<br /><b>9.</b> [[φύλλο]] χαρτιού σε κύλινδρο<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ δημόσιον τεῡχος» — [[μητρώο]] τών πολιτών, [[δημοτολόγιο]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]]. Η λ. [[τεῦχος]] με αρχική σημ. «[[αντικείμενο]], όργανο, [[κατασκεύασμα]]» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. για να δηλώσει ειδικότερα τα πολεμικά όργανα, τον οπλισμό, [[κυρίως]] τον αμυντικό, σε [[αντιδιαστολή]] με τον τ. <i>ὅπλα</i>, ενώ αργότερα έλαβε πολλές και διάφορες σημ. Τέλος, στη Νέα Ελληνική, η λ. περιορίστηκε σε μία μόνο σημ., η οποία φαίνεται ότι προήλθε από τη σημ. «[[σύνολο]] χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους [[άκρη]]» και που απέκτησε η λ. στους αλεξανδρινούς χρόνους]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεῦχος:''' -εος, τό ([[τεύχω]]), [[εργαλείο]], όργανο· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>τεύχεα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> πολεμικά όργανα, όπλα, θώρακες, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, <i>τεύχη</i>, στους Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ. επίσης, εξαρτήματα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[δοχείο]] [[κάθε]] είδους, [[λουτήρας]], σε Αισχύλ.· [[τεφροδόχος]], στον ίδ., σε Σοφ.· [[κάλπη]] ψηφοφορίας, σε Αισχύλ.· [[αγγείο]] για σπονδές, στον ίδ.· [[αγγείο]] ή [[στάμνα]] για [[νερό]], σε Ευρ.· κύπελο ή [[βάζο]], σε Ξεν.· <i>ξύλινα τεύχη</i>, κιβώτια, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανθρώπινος]] [[σκελετός]], ανθρώπινο [[σώμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">IV.</b>[[βιβλίο]], σε Ανθ.· απ' όπου, [[πεντάτευχος]], <i>ἡ</i>, η [[Πεντάτευχος]]. | |||
}} | }} |