σωφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)

Source
(40)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σωφρονῶ]]<br />[[σωφρονικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σωφρονῶ]]<br />[[σωφρονικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.

Greek Monotonic

σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.