χαρίεις: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] [[χάρη]], [[χαριτωμένος]], [[κομψός]] («χαρίεντά γ' ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[γυναίκα]]) όμορφος, [[ωραίος]], [[θελκτικός]] («Μελίτη [[χαρίεσσα]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[πνευματώδης]] («ἦ καὶ χαρίεντες [[ἦσαν]] οἱ Λακωνικοί», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[προσφιλής]], [[ευχάριστος]] («λόγον λέξαι χαρίεντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ [[χαρίεν]]<br />α) <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br />β) ([[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) με [[χάρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ή</i>-<i>εις</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στο επίθ. [[χαρίεις]], η κατάλ. -<i>εις</i> έχει προστεθεί στο θ. της λ. [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -<i>εις</i> <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
|mltxt=-εσσα, -εν, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] [[χάρη]], [[χαριτωμένος]], [[κομψός]] («χαρίεντά γ' ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[γυναίκα]]) όμορφος, [[ωραίος]], [[θελκτικός]] («Μελίτη [[χαρίεσσα]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[πνευματώδης]] («ἦ καὶ χαρίεντες [[ἦσαν]] οἱ Λακωνικοί», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[προσφιλής]], [[ευχάριστος]] («λόγον λέξαι χαρίεντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ [[χαρίεν]]<br />α) <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br />β) ([[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) με [[χάρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ή</i>-<i>εις</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στο επίθ. [[χαρίεις]], η κατάλ. -<i>εις</i> έχει προστεθεί στο θ. της λ. [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -<i>εις</i> <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρίεις:''' [[χαρίεσσα]], [[χαρίεν]] (όχι <i>χάριεν</i>, βλ. κατωτ. IV)· γεν. <i>χαρίεντος</i>, δοτ. <i>-εντι</i> ([[χάρις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαρούμενος]], όμορφος, [[αγαπητός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> σε Αττ., [[χαρούμενος]], [[έξυπνος]], μορφωμένος, <i>οἱ χαρίεντες</i>, άνθρωποι του γούστου και της ευγένειας, άνθρωποι των γραμμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως λέγεται για πράγματα, χαριτωμένο, έξυπνο, όμορφο, κομψό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., [[χαρίεν]] γάρ, <i>εἰ..</i>., θα ήταν ευχάριστο εάν..., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[χαριέντως]], ευχάριστα, έξυπνα, όμορφα, κομψά, ευφυώς, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ευγένεια]], ευμενώς, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">IV.</b>το ουδ. ως επίρρ., όπου χρησιμοποιείται ως επίρρ. είναι προπαροξ., <i>χάριεν</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}