Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπνώ: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(43)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α<br />[[υπνώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. [[ὕπνος]] [[αντί]] του <i>ὑπνῶ</i>, -<i>όω</i>].———————— <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υπνώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α<br />[[υπνώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. [[ὕπνος]] [[αντί]] του <i>ὑπνῶ</i>, -<i>όω</i>].<br /><b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υπνώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
υπνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. ὕπνος αντί του ὑπνῶ, -όω].
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. υπνώνω.