Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(I)
-έω, Α
υπνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. ὕπνος αντί του ὑπνῶ, -όω].
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. υπνώνω.