χειμωνιάτικος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(46) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλοκαιρ</i>-<i>ιάτικος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιρ-ιάτικος)].