χαλασιά: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> το να [[χαλά]], να καταστρέφεται [[κάτι]], [[χαλασμός]]<br /><b>2.</b> το [[χάλασμα]], κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο [[τμήμα]] οικοδομής ή κτίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χάλασ</i>-<i>α</i>, αόρ. του [[χαλώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περπατησ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> το να [[χαλά]], να καταστρέφεται [[κάτι]], [[χαλασμός]]<br /><b>2.</b> το [[χάλασμα]], κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο [[τμήμα]] οικοδομής ή κτίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χάλασ</i>-<i>α</i>, αόρ. του [[χαλώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[περπατησιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός
2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].