περπατησιά

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ-α, αόρ. του περπατώ + κατάλ. -ιά].