συνίστωρ: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ [[ἵστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[εξίσου]] καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμμερίζεται τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[συνείδηση]] μιας πράξης, που συναισθάνεται μια [[πράξη]] («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε [[κάτι]], [[μάρτυρας]] («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων [[λύχνον]]», Φιλόδ.).
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ [[ἵστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[εξίσου]] καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμμερίζεται τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[συνείδηση]] μιας πράξης, που συναισθάνεται μια [[πράξη]] («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε [[κάτι]], [[μάρτυρας]] («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων [[λύχνον]]», Φιλόδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[γνώστης]], συνειδητοποιημένος· <i>ὡς θεοὶ ξυνίστορες</i>, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. ([[οπότε]] συντάσσεται ως [[ρήμα]]), <i>πολλὰ συνίστορα [[κακά]]</i>, αυτός που είναι [[γνώστης]] πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.
}}
}}