3,274,216
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ [[ἵστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[εξίσου]] καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμμερίζεται τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[συνείδηση]] μιας πράξης, που συναισθάνεται μια [[πράξη]] («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε [[κάτι]], [[μάρτυρας]] («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων [[λύχνον]]», Φιλόδ.). | |||
}} | }} |