συνίστωρ

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίστωρ Medium diacritics: συνίστωρ Low diacritics: συνίστωρ Capitals: ΣΥΝΙΣΤΩΡ
Transliteration A: synístōr Transliteration B: synistōr Transliteration C: synistor Beta Code: suni/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ,
A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).
2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα.. κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [σύν, ἵστωρ] mede-wetend; subst. getuige.

Russian (Dvoretsky)

συνίστωρ: ορος ὁ и ἡ совместно видевший, свидетель (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες ἔστε Thuc.).

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.

Middle Liddell

συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
1. knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.
2. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.

English (Woodhouse)

knowing, one taken to witness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

testis, witness, 2.74.3.