υποκυδής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(43)
 
m (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) ο καλυμμένος με ρηχά νερά<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες [[εἰσί]]; κοῑλοι τόποι»<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑποκυδές<br />ὑποφρύδιον».
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) ο καλυμμένος με ρηχά νερά<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες [[εἰσί]]; κοῖλοι τόποι»<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑποκυδές<br />ὑποφρύδιον».
}}
}}

Revision as of 06:44, 28 March 2021

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες εἰσί; κοῖλοι τόποι»
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδές
ὑποφρύδιον».