Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύρρευσις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύσεως, και [[σύρρυσις]], -ύσεως, ἡ, Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («[[ὅπου]] ἄν [[σύρρευσις]] γένηται ὕδατος», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-εύσεως, και [[σύρρυσις]], -ύσεως, ἡ, Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («[[ὅπου]] ἄν [[σύρρευσις]] γένηται ὕδατος», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σύρρευσις:''' εως ἡ стечение, слияние Arst.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρρευσις Medium diacritics: σύρρευσις Low diacritics: σύρρευσις Capitals: ΣΥΡΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: sýrreusis Transliteration B: syrreusis Transliteration C: syrrefsis Beta Code: su/rreusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A flowing together, conflux, Arist.HA551b28, Corn. ND30; the form σύρρῠσις in Plb.9.43.5, D.S.1.39, D.H.Comp.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

σύρρευσις: ἡ, τὸ συρρέειν, συρροή, τὸ ὁμοῦ χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται σύρρυσις παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.

Greek Monolingual

-εύσεως, και σύρρυσις, -ύσεως, ἡ, Α συρρέω
συρροήὅπου ἄν σύρρευσις γένηται ὕδατος», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

σύρρευσις: εως ἡ стечение, слияние Arst.