τραφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(41)
 
m (pape replacement)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τραφαλλίς, -[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[τροφαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τροφαλίς]] κατ' [[επίδραση]] τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραφ</i>- του ρ. [[τρέφω]].
|mltxt=και τραφαλλίς, -[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[τροφαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τροφαλίς]] κατ' [[επίδραση]] τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραφ</i>- του ρ. [[τρέφω]].
}}
{{pape
|ptext=od. [[τραφαλλίς]], ἡ, auch [[τραφαλός]], ὁ, s. [[τροφαλίς]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Greek Monolingual

και τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
τροφαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τροφαλίς κατ' επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του ρ. τρέφω.

German (Pape)

od. τραφαλλίς, ἡ, auch τραφαλός, ὁ, s. τροφαλίς.