χαμαίδρωψ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(46)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωπος, ὁ, Α<br />[[χαμαίδρυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χαμαίδρυς]].
|mltxt=-ωπος, ὁ, Α<br />[[χαμαίδρυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χαμαίδρυς]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[χαμαίδρυς]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek Monolingual

-ωπος, ὁ, Α
χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς.

German (Pape)

ἡ, = χαμαίδρυς, Theophr.