τιμογραφώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[καθορίζω]] τη φορολογητέα [[ποσότητα]] («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ [[ἀργύριον]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) <i>ἐτιμογράφησεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐγγράφως καὶ [[ὡρισμένως]] αὐτοὺς ἐζημίωσεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[γράφος]])].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[καθορίζω]] τη φορολογητέα [[ποσότητα]] («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῡναι τὸ [[ἀργύριον]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) <i>ἐτιμογράφησεν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐγγράφως καὶ [[ὡρισμένως]] αὐτοὺς ἐζημίωσεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[γράφος]])].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)
2. (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος)].