τιμογραφώ
From LSJ
-έω, Α
1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῦν
αι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)
2. (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος)].