τίλη: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[τίλα]] Α<br />καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό [[κυρίως]] [[μέσα]] σε [[δέσμη]] ηλιακών ακτίνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το [[μικήλλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόρριμμα]] προερχόμενο από [[αποφλοίωση]] («εἰς τὴν τίλην τοῡ χόρτου», πάπ.)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[θρύμμα]], [[θρύψαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τίλλω]]].
|mltxt=η, ΝΑ, και [[τίλα]] Α<br />καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό [[κυρίως]] [[μέσα]] σε [[δέσμη]] ηλιακών ακτίνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το [[μικήλλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόρριμμα]] προερχόμενο από [[αποφλοίωση]] («εἰς τὴν τίλην τοῦ χόρτου», πάπ.)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[θρύμμα]], [[θρύψαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τίλλω]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και τίλα Α
καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων
νεοελλ.
καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο
αρχ.
1. απόρριμμα προερχόμενο από αποφλοίωση («εἰς τὴν τίλην τοῦ χόρτου», πάπ.)
2. (γενικά) θρύμμα, θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].