αποφλοίωση

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η
αφαίρεση ή αποβολή του φλοιού, ξεφλούδισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφλοιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].