τρεμάμενος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που τρέμει, [[τρεμουλιαστός]] («με τρεμάμενα χείλη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέμω]], [[κατά]] τις μτχ. σε -<i>άμενος</i> τών ρ. σε -<i>αμαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρεχ</i>-<i>άμενος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που τρέμει, [[τρεμουλιαστός]] («με τρεμάμενα χείλη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέμω]], [[κατά]] τις μτχ. σε -<i>άμενος</i> τών ρ. σε -<i>αμαι</i> ([[πρβλ]]. [[τρεχάμενος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε -άμενος τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. τρεχάμενος)].