τρεμουλιαστός

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source

Greek Monolingual

και τρεμουλιαχτός, -ή, -ό, Ν τρεμουλιάζω
αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης.