υποκυβερνώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(43) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω, Α [[κυβερνῶ]]<br />(σχετικά με [[πλοίο]]) [[κυβερνώ]] ως [[υποπλοίαρχος]] («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ | |mltxt=-άω, Α [[κυβερνῶ]]<br />(σχετικά με [[πλοίο]]) [[κυβερνώ]] ως [[υποπλοίαρχος]] («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῦ πρῳράτου», <b>[[Πολυδ]].</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
Greek Monolingual
-άω, Α κυβερνῶ
(σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ως υποπλοίαρχος («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῦ πρῳράτου», Πολυδ.).