Φαληριώτης: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(44)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω [[πάλι]]... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φάληρο</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Βολ</i>-<i>ιώτης</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω [[πάλι]]... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φάληρο</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Βολ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν
ο κάτοικος του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φάληρο + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].