Φαληριώτης

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν
ο κάτοικος του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φάληρο + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολιώτης)].