φλαῦρος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]]<br />β) [[πρόστυχος]], [[κακός]]<br />γ) [[ανωφελής]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[ανάξιος]] ή [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br />β) [[φτωχός]] στην [[εμφάνιση]]<br />γ) [[ανήθικος]], [[φαύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. [[κυρίως]] διαλέκτου, το οποίο συνδέεται από διάφορους μελετητές με το αρχ. νορβ. <i>blaudr</i> «[[δειλός]]» και το αγγλοσαξ. <i>bl</i><i>ē</i><i>ad</i> «[[δειλός]]», τα οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i><i>ē</i><i>u</i>- / <i>bhl</i><i>ә</i><i>u</i>- / <i>bhl</i><i>ū</i>- «[[αδύναμος]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή, το -<i>α</i>- του ελλ. τ., το οποίο γεννά μορφολογικά προβλήματα, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί από τη [[χρήση]] του επιθ, στην καθημερινή [[γλώσσα]] τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]). Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[αφού]] [[άλλωστε]] και η [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας [[είναι]] [[τελείως]] υποθετική και δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Το επίθ. [[φλαῦρος]], [[τέλος]], [[πρέπει]] να συνδεθεί με το σημασιολογικώς συγγενές [[φαῦλος]] (για τη [[σχέση]] αυτή και για τις απόψεις σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού τών επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[φαύλος]])].
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]]<br />β) [[πρόστυχος]], [[κακός]]<br />γ) [[ανωφελής]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[ανάξιος]] ή [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br />β) [[φτωχός]] στην [[εμφάνιση]]<br />γ) [[ανήθικος]], [[φαύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. [[κυρίως]] διαλέκτου, το οποίο συνδέεται από διάφορους μελετητές με το αρχ. νορβ. <i>blaudr</i> «[[δειλός]]» και το αγγλοσαξ. <i>bl</i><i>ē</i><i>ad</i> «[[δειλός]]», τα οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i><i>ē</i><i>u</i>- / <i>bhl</i><i>ә</i><i>u</i>- / <i>bhl</i><i>ū</i>- «[[αδύναμος]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή, το -<i>α</i>- του ελλ. τ., το οποίο γεννά μορφολογικά προβλήματα, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί από τη [[χρήση]] του επιθ, στην καθημερινή [[γλώσσα]] τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]). Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[αφού]] [[άλλωστε]] και η [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας [[είναι]] [[τελείως]] υποθετική και δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Το επίθ. [[φλαῦρος]], [[τέλος]], [[πρέπει]] να συνδεθεί με το σημασιολογικώς συγγενές [[φαῦλος]] (για τη [[σχέση]] αυτή και για τις απόψεις σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού τών επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[φαύλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλαῦρος:''' -α, -ον, ισοδ. [[τύπος]] του [[φαῦλος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μηδαμινός]], [[φαύλος]], [[ασήμαντος]], σε Σόλωνα, σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φαύλος]], [[κακομοίρης]], [[αδιάφορος]], [[κακός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα</i>, κάνω σε κάποιον [[κακό]], [[βλάπτω]], σε Αριστοφ.· φλαῦρον [[εἰπεῖν]] τινα, [[κακολογώ]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[άχρηστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, <i>οὐ φλαυροτάτους τιμωρούς</i>, όχι τους μισητότερους ή ασθενέστερους εκδικητές, σε Ηρόδ.· <i>τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον</i>, το λιγότερο μάχιμο [[μέρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πενιχρός]], [[ευτελής]], λέγεται για την εξωτερική [[εμφάνιση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κακός]], αντίθ. προς [[χρηστός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[φλαύρως]] ἔχειν, είμαι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· [[φλαύρως]] ἔχειν τινός, δεν είμαι [[καλά]] σχετικά με κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.· [[αλλά]], [[φλαύρως]] ἔχειν τὴν τέχνην, [[γνωρίζω]] [[κακώς]] μια [[τέχνη]], σε Ηρόδ.· [[φλαύρως]] ἀκούειν, όπως Λατ. [[male]] audire, έχω κακή [[φήμη]], στον ίδ.
}}
}}