Anonymous

αδαής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀδαής]])<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδέξιος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα [[προς]] την παλιότερη, ομηρική ήδη, [[λέξη]] [[ἀδαήμων]] που προέρχεται από την [[ίδια]] [[ρίζα]]. <i>Ἀδαής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐδάην]], απρμφ. [[δαῆναι]], αόρ. β΄ του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]» (πρβλ. το ομόρριζο [[διδάσκω]] με μεταβιβαστική σημ. «[[κάνω]] κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. [[δάος]] (το) «[[γνώση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδαηστί</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἀδαής]])<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδέξιος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα [[προς]] την παλιότερη, ομηρική ήδη, [[λέξη]] [[ἀδαήμων]] που προέρχεται από την [[ίδια]] [[ρίζα]]. <i>Ἀδαής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐδάην]], απρμφ. [[δαῆναι]], αόρ. β΄ του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]» (πρβλ. το ομόρριζο [[διδάσκω]] με μεταβιβαστική σημ. «[[κάνω]] κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. [[δάος]] (το) «[[γνώση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδαηστί</i>].
}}
}}