αλγεβρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[άλγεβρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλγεβρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>, πρβλ. αγγλ. <i>algebraic</i>].
|mltxt=-ή, -ό [[άλγεβρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλγεβρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>, πρβλ. αγγλ. <i>algebraic</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό άλγεβρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλγεβρα + κατάλ. -ικός, πρβλ. αγγλ. algebraic].