αισθητισμός: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αισθητικό [[ρεύμα]] τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα [[σημείο]] [[εξέλιξη]] τών ρομαντικών ιδεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>esthetisme</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>esthete</i> <span style="color: red;"><</span> ελλην. [[αισθητής]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>isme</i>, πρβλ. -<i>ισμός</i>].
|mltxt=ο<br />αισθητικό [[ρεύμα]] τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα [[σημείο]] [[εξέλιξη]] τών ρομαντικών ιδεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>esthetisme</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>esthete</i> <span style="color: red;"><</span> ελλην. [[αισθητής]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>isme</i>, πρβλ. -<i>ισμός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
αισθητικό ρεύμα τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα σημείο εξέλιξη τών ρομαντικών ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. esthetisme (< esthete < ελλην. αισθητής) + -isme, πρβλ. -ισμός].