αμιαντοτσιμέντο: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από [[τσιμέντο]] ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>amiante</i>-<i>ciment</i> <span style="color: red;"><</span> <i>amiante</i> (πρβλ. [[αμίαντος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ciment</i> (πρβλ. [[τσιμέντο]])].
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από [[τσιμέντο]] ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>amiante</i>-<i>ciment</i> <span style="color: red;"><</span> <i>amiante</i> (πρβλ. [[αμίαντος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ciment</i> (πρβλ. [[τσιμέντο]])].
}}
}}

Latest revision as of 23:29, 29 December 2020

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από τσιμέντο ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. amiante-ciment < amiante (πρβλ. αμίαντος) + ciment (πρβλ. τσιμέντο)].