αἰγιβότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰγῐβότης:''' ου adj. m дающий пропитание козам ([[σκόπελος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰγιβότης: -ου, ὁ τρέφων αἶγας, ἢ ὁ ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit des chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.

Spanish (DGE)

(αἰγῐβότης) -ου pastado por cabras σκόπελος AP 6.334 (Leon.).

Greek Monotonic

αἰγιβότης: -ου, ὁ (αἴξ, βόσκω), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγῐβότης: ου adj. m дающий пропитание козам (σκόπελος Anth.).