αἵρεσις: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἵρεσις:''' -εως, ἡ ([[αἱρέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άλωση]], [[κατάληψη]], [[ιδίως]] μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος [[αἵρεσις]], η [[κατάληψη]] από το βασιλιά, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]] κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), [[εκλογή]], [[διαλογή]], [[προτίμηση]]· <i>νέμειν</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>προβάλλειν</i>· [[δίνω]] ή [[προσφέρω]] το [[δικαίωμα]] εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· [[αἵρεσις]] γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· <i>αἵρεσιν λαμβάνειν</i>, το να έχει [[κάποιος]] το [[δικαίωμα]] της εκλογής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιλογή]] ή [[εκλογή]] των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκλογή]], προμελετημένο [[σχέδιο]], [[σκοπός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> φιλοσοφική [[αρχή]], [[αίρεση]], [[σχολή]] κ.λπ.· [[ιδίως]] θρησκευτική [[αίρεση]], όπως οι [[Σαδδουκαίοι]] και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">5.</b> η θρησκευτική [[αίρεση]] ως [[διδασκαλία]] και [[έτερος]] [[τρόπος]] αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.
|lsmtext='''αἵρεσις:''' -εως, ἡ ([[αἱρέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άλωση]], [[κατάληψη]], [[ιδίως]] μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος [[αἵρεσις]], η [[κατάληψη]] από το βασιλιά, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]] κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), [[εκλογή]], [[διαλογή]], [[προτίμηση]]· <i>νέμειν</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>προβάλλειν</i>· [[δίνω]] ή [[προσφέρω]] το [[δικαίωμα]] εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· [[αἵρεσις]] γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· <i>αἵρεσιν λαμβάνειν</i>, το να έχει [[κάποιος]] το [[δικαίωμα]] της εκλογής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιλογή]] ή [[εκλογή]] των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκλογή]], προμελετημένο [[σχέδιο]], [[σκοπός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> φιλοσοφική [[αρχή]], [[αίρεση]], [[σχολή]] κ.λπ.· [[ιδίως]] θρησκευτική [[αίρεση]], όπως οι [[Σαδδουκαίοι]] και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">5.</b> η θρησκευτική [[αίρεση]] ως [[διδασκαλία]] και [[έτερος]] [[τρόπος]] αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἵρεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> взятие, овладение, захват, завоевание (Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> свобода выбора, выбор (αἵ. καὶ [[κρίσις]] Isocr.; αἵρεσίν τινι [[διδόναι]] Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.): διακρῖναι τὴν αἵρεσιν Her. сделать выбор; [[οἷς]] αἵ. γεγένηται Thuc. (те), у которых есть возможность выбирать; οὐκ [[ἔχει]] αἵρεσιν Plut. нет свободы выбора;<br /><b class="num">3)</b> выборы, избрание Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> избранные лица: ἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου [[βουλῆς]] Plat. выборные от Ареопага;<br /><b class="num">5)</b> стремление, тяготение, влечение, склонность (τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.): αἵ. [[Ἑλληνική]] Polyb. ревностное изучение греческой словесности;<br /><b class="num">6)</b> направление, школа, учение (τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.): αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. философские школы;<br /><b class="num">7)</b> секта (ἡ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT).
}}
}}