Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕαται: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
|lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕᾰται:''' и [[εἵαται]] (= [[ἧνται]]) эп. 3 л. pl. praes. к [[ἧμαι]].
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.

English (Autenrieth)

see ἧμαι.

Spanish (DGE)

v. ἧμαι.

Greek Monotonic

ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἕᾰται: и εἵαται (= ἧνται) эп. 3 л. pl. praes. к ἧμαι.