διασήπομαι: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(4) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασήπομαι:''' Παθ., με παρακ. <i>διασέσηπα</i>, [[σήπομαι]], αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ. | |lsmtext='''διασήπομαι:''' Παθ., με παρακ. <i>διασέσηπα</i>, [[σήπομαι]], αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασήπομαι:''' (part. aor. 2 [[διασαπείς]]) прогнивать, сгнивать Luc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διασήπομαι: παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18.
Greek Monotonic
διασήπομαι: Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διασήπομαι: (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.