διασαπείς

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de διασήπω.

Russian (Dvoretsky)

διασαπείς: part. aor. 2 к διασήπομαι.