σήπομαι
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α
αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω
αρχ.
1. ενεργ. σήπω
α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῦσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.)
β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», Πλάτ.)
γ) εμβρέχω, μουσκεύω
2. (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή σάρκα) ναρκώνομαι
3. φρ. «σαπὲν ὕδωρ» — νερό που έχει υποστεί ζύμωση, δηλαδή το κρασί («οἶνος σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. σήπομαι με το αρχ. ινδ. kyāku «μανιτάρι» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. šiuptī «σαπίζω» σε μορφολογικές].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to rot, to become rotten, act. to make rot (Il.).
Other forms: Perf. σέσηπα, aor. σαπῆναι (Il.), fut. σαπήσομαι (Hp., Pl. a. o.), also act. σήπω (IA.), non-pres. forms rare: fut. σήψω (A. Fr. 275 = 478M.), aor. σῆψαι (Ael.).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀπο-, κατα-, δια-.
Derivatives: Subst.: 1. σηπεδών, -δόνος f. decomposition, pl. rotting juices (Hp., Antipho Soph., Pl. a. o.; as τηκεδών a. o.), also as des. of a snake, of which the bites cause putrescence (Nic., Ael.; as τερηδών a.o.; Chantraine Form. 360f., Schwyzer 529); from it -δονώδης, -δονικός (medic.); 2. σῆψις (ἀπό-, σύν- a.o.), Dor. (Ti. Locr.) σᾶψις f. decomposition, fermentation (Emp., Hp., Arist. a.o.); 3. σήψ, σηπός f. festering sore (Hp., Dsc.), m. kind of snake (also lizard), of which the bites cause thirst and fire (Arist., Nic. a.o.); 4. σήπη f. decomposition (Aq.), σηπο-ποιός = σηπτικός (Alex. Aphr.); 5. σηπετοῦ σηπεδόνος H. (from σήπομαι or σήψ; Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). -- Adj.: 6. σηπ-τός rotten (Arist.), causing rot (Dsc. a. o.), earlier and more often attested ἄ-σηπ-τος not rotting (Hp., X., Arist., Thphr. a.o.); 7. -τικός causing rot (Hp., Arist. a.o.); 8. -τήριος id. (Hp.). -- Verb: 9. σηπ-εύω = σήπω (Man.); rather enlarged from σήπω than from σήπη. -- With other ablaut: 10. σαπ-ρός rotting, rotten, rancid, of wine matured (IA), with σαπρ-ίας οἶνος (Hermipp.), -ότης f. decomposition (Pl., Arist. etc.), -ίζομαι (Hp.), -ύνομαι (Nic.), -όομαι (sch.) to rot, -ίζω to make rot (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] *seh₂p- rot
Etymology: Seen the structur no soubt inherited word, but as opposed to the synonyms πύθομαι, πύθω isolated. -- On Skt. kyāku n. mushroom and Lith. šiùpti putrefy, which have been connected (lit. in Bq and WP. 1, 500), cf. Mayrhofer resp. Fraenkel s. v. On σηπία s. v.
Frisk Etymology German
σήπομαι: {sḗpomai}
Forms: Perf. σέσηπα, Aor. σαπῆναι (seit Il.), Fut. σαπήσομαι (Hp., Pl. u. a.), auch Akt. σήπω (ion. att.), außerpräs. Formen selten: Fut. σήψω (A. Fr. 275 = 478M.), Aor. σῆψαι (Ael.),
Grammar: v.
Meaning: verfaulen, faul werden, Akt. faulen machen.
Composita : auch m. Präfix, bes. ἀπο-, κατα-, δια-,
Derivative: Davon Subst.: 1. σηπεδών, -δόνος f. Fäulnis, pl. faule Säfte (Hp., Antipho Soph., Pl. u. a.; wie τηκεδών u. a.), auch als Bez. einer Schlange, deren Bisse Fäulnis verursachten (Nik., Ael.; wie τερηδών u.a.; Chantraine Form. 360f., Schwyzer 529); davon -δονώδης, -δονικός (Mediz.); 2. σῆψις (ἀπό-, σύν- u.a.), dor. (Ti. Lokr.) σᾶψις f. Fäulnis, Gärung (Emp., Hp., Arist. u.a.); 3. σήψ, σηπός f. fauliges Geschwür (Hp., Dsk.), m. Art Schlange (auch Eidechse), deren Bisse Durst und Brand verursachten (Arist., Nik. u.a.); 4. σήπη f. Fäulnis (Aq.), σηποποιός = σηπτικός (Alex. Aphr.); 5. σηπετοῦ· σηπεδόνος H. (von σήπομαι od. σήψ; Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). — Adj.: 6. σηπτός verfault (Arist.), Fäulnis verursachend (Dsk. u. a.), früher und öfter belegt ἄσηπτος nicht faulend (Hp., X., Arist., Thphr. u.a.); 7. -τικός Fäulnis verursachend (Hp., Arist. u.a.); 8. -τήριος ib. (Hp.). — Verb: 9. σηπεύω = σήπω (Man.); eher aus σήπω erweitert als von σήπη. — Mit anderem Ablaut: 10. σαπρός faul, verfault, ranzig, vom Wein abgelagert (ion. att.), mit σαπριας οἶνος (Hermipp.), -ότης f. Fäulnis (Pl., Arist. usw.), -ίζομαι (Hp.), -ύνομαι (Nik.), -όομαι (Sch.) verfaulen, -ίζω faulen machen (LXX).
Etymology : In Anbetracht der Struktur ohne Zweifel Erbwort, aber im Gegensatz zum synonymen πύθομαι, πύθω isoliert. — Zu aind. kyāku n. Pilz und lit. šiùpti faulen, die damit verbunden worden sind (Lit. bei Bq und WP. 1, 500), vgl. Mayrhofer bzw. Fraenkel s. v. Zu σηπία s. bes.
Page 2,696-697