προσορίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσορίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περικλείω]] [[εντός]] ορίων, προσθέτω σε ένα [[κράτος]], [[προσαρτώ]], σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορίζω]] ή [[καθορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. ως Αττ. [[νομικός]] όρος, <i>προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων</i>, σημείωσε την [[οικία]] του [[επιπλέον]] με λίθινα [[σημεία]] (βλ. [[ὅρος]] II) για το [[ποσό]] των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε [[έναντι]] του ποσού [[αυτού]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσορίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περικλείω]] [[εντός]] ορίων, προσθέτω σε ένα [[κράτος]], [[προσαρτώ]], σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορίζω]] ή [[καθορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. ως Αττ. [[νομικός]] όρος, <i>προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων</i>, σημείωσε την [[οικία]] του [[επιπλέον]] με λίθινα [[σημεία]] (βλ. [[ὅρος]] II) για το [[ποσό]] των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε [[έναντι]] του ποσού [[αυτού]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσορίζω:''' ион. [[προσουρίζω]] тж. med.<br /><b class="num">1)</b> добавлять к старым границам, присоединять ([[εἴκοσι]] σταδίων χώραν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сверх того устанавливать, определять (χρόνον τινὸς π. ἡμέρας [[ἕνδεκα]] Plut.): προσορίζεσθαι τὸ [[πότε]] Arst. определять время;<br /><b class="num">3)</b> быть сопредельным, прилегать (τῇ Συρίᾳ Diod.);<br /><b class="num">4)</b> только med., юр. заново закладывать (недвижимость): προσορίσασθαι τὴν οἰκίαν δισχιλίων Dem. объявить об ипотечной задолженности дома в размере двух тысяч (драхм).
}}
}}