Anonymous

προσορίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[εντός]] τών συνόρων και, [[κυρίως]], [[προσθέτω]] μια [[χώρα]] στα όρια μιας επικράτειας<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και μέσ.) [[ορίζω]] επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («[[προσορίζω]] χρόνον πένθους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως αμτβ.) βρίσκομαι [[κοντά]] σε έναν [[τόπο]], [[είμαι]] όμορος με κάποιον, [[συνορεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσορίζομαι</i><br />[[προσθέτω]] έναν [[τόπο]] στο [[κράτος]] μου («καταβαλόντες τὴν Ἀσίνην καὶ τὴν γῆν προσορισάμενοι τῇ σφετέρᾳ», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «προσορίζομαι κτῆμά τι»<br />(ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[δηλώνω]] επιπροσθέτως ότι ένα [[κτήμα]] μου [[είναι]] υποθηκευμένο [[προς]] ένα [[ποσό]] χρησιμοποιώντας λίθινα ορόσημα («τὸ μὲν [[χωρίον]] ἀποτετιμῆσθαι ταλάντου, τὴν δ' οἰκίαν ὡς προσωρίσατο δισχιλίων», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[εντός]] τών συνόρων και, [[κυρίως]], [[προσθέτω]] μια [[χώρα]] στα όρια μιας επικράτειας<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και μέσ.) [[ορίζω]] επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («[[προσορίζω]] χρόνον πένθους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως αμτβ.) βρίσκομαι [[κοντά]] σε έναν [[τόπο]], [[είμαι]] όμορος με κάποιον, [[συνορεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσορίζομαι</i><br />[[προσθέτω]] έναν [[τόπο]] στο [[κράτος]] μου («καταβαλόντες τὴν Ἀσίνην καὶ τὴν γῆν προσορισάμενοι τῇ σφετέρᾳ», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «προσορίζομαι κτῆμά τι»<br />(ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[δηλώνω]] επιπροσθέτως ότι ένα [[κτήμα]] μου [[είναι]] υποθηκευμένο [[προς]] ένα [[ποσό]] χρησιμοποιώντας λίθινα ορόσημα («τὸ μὲν [[χωρίον]] ἀποτετιμῆσθαι ταλάντου, τὴν δ' οἰκίαν ὡς προσωρίσατο δισχιλίων», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσορίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περικλείω]] [[εντός]] ορίων, προσθέτω σε ένα [[κράτος]], [[προσαρτώ]], σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορίζω]] ή [[καθορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. ως Αττ. [[νομικός]] όρος, <i>προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων</i>, σημείωσε την [[οικία]] του [[επιπλέον]] με λίθινα [[σημεία]] (βλ. [[ὅρος]] II) για το [[ποσό]] των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε [[έναντι]] του ποσού [[αυτού]], σε Δημ.
}}
}}