μετακλίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
Greek Monotonic
μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μετακλίνομαι: (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.