πρυμνήσιος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρυμνήσιος:''' -α, -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που ανήκει στην [[πρύμνη]] πλοίου, [[κάλως]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ. <i>πρυμνήσια</i> (ενν. [[δεσμά]]), [[σχοινιά]] από την [[πρύμη]] που ξεκινούν και προσδένονται στην [[ξηρά]], Λατ. retinacula [[navis]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''πρυμνήσιος:''' -α, -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που ανήκει στην [[πρύμνη]] πλοίου, [[κάλως]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ. <i>πρυμνήσια</i> (ενν. [[δεσμά]]), [[σχοινιά]] από την [[πρύμη]] που ξεκινούν και προσδένονται στην [[ξηρά]], Λατ. retinacula [[navis]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρυμνήσιος:''' Eur. = [[πρυμνήτης]].
}}
}}