Anonymous

πρυμνήσιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πρυμνήσιος]], -ία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην [[πρύμνη]], [[πρυμναίος]] («[[κάλως]] πρυμνησίοισι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πρυμνήσια</i><br /><b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, [[σήμερα]], με τα οποία προσδένεται η [[πρύμνη]] πλοίου στην [[ακτή]], στις δέστρες της προκυμαίας ή της προβλήτας, αλλ. πρυμάτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρυμνήσιον</i><br /><b>μτφ.</b> [[οδήγηση]], [[διακυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρυμνησία</i><br />[[πόλη]] της βόρειας Φρυγίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (μέσω του τ. [[πρυμνήτης]]), <b>πρβλ.</b> <i>ικετ</i>-<i>ήσιος</i> (<b>βλ.</b> και -<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[πρυμνήσιος]], -ία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην [[πρύμνη]], [[πρυμναίος]] («[[κάλως]] πρυμνησίοισι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πρυμνήσια</i><br /><b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, [[σήμερα]], με τα οποία προσδένεται η [[πρύμνη]] πλοίου στην [[ακτή]], στις δέστρες της προκυμαίας ή της προβλήτας, αλλ. πρυμάτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρυμνήσιον</i><br /><b>μτφ.</b> [[οδήγηση]], [[διακυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρυμνησία</i><br />[[πόλη]] της βόρειας Φρυγίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (μέσω του τ. [[πρυμνήτης]]), <b>πρβλ.</b> <i>ικετ</i>-<i>ήσιος</i> (<b>βλ.</b> και -<i>ήσιος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρυμνήσιος:''' -α, -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που ανήκει στην [[πρύμνη]] πλοίου, [[κάλως]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ. <i>πρυμνήσια</i> (ενν. [[δεσμά]]), [[σχοινιά]] από την [[πρύμη]] που ξεκινούν και προσδένονται στην [[ξηρά]], Λατ. retinacula [[navis]], σε Όμηρ.
}}
}}