πρυμνήσιος

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήσιος Medium diacritics: πρυμνήσιος Low diacritics: πρυμνήσιος Capitals: ΠΡΥΜΝΗΣΙΟΣ
Transliteration A: prymnḗsios Transliteration B: prymnēsios Transliteration C: prymnisios Beta Code: prumnh/sios

English (LSJ)

α, ον,
A of a stern, κάλως E.HF479.
II mostly neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά), stern-cables, κατὰ.. π. ἔδησαν Il.1.436; ἀνάψαι Od.9.137; ἀνά.. π. λῦσαι 9.178, cf. 2.418, al.: metaph., ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται AP12.159 (Mel.), cf. PMag.Berol.1.346.

German (Pape)

[Seite 801] zum Schiffshintertheile gehörig; bes. τὰ πρυμνήσια, sc. δεσμά od. σχοινία, die Taue, mit denen das Schiff vom Hintertheile aus am Lande befestigt wurde; ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν, Il. 1, 436 Od. 15, 498; πρυμνήσι' ἔλυσαν, 2, 418; im Gegensatz von πρυμνήσι' ἀνάψαι, 9, 137; πρυμνησίων ξυνεμβόλοις, Aesch. Ag. 957; ἀνημμένοι κάλως πρυμνησίοισιν, Eur. Herc. F. 479; τὰ πρ. τῶν νεῶν ἀποκόπτειν, Plut. Lucull. 12. Uebtr. sagt Mel. 44 (XII, 159) ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la poupe : τὰ πρυμνήσια (σχοινία) les amarres d'un navire.
Étymologie: πρύμνα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνήσιος -α -ον [πρύμνη] van de achtersteven:; π. κάλως touw aan de achtersteven Eur. HF 479; subst. τὰ πρυμνήσια touwen van de achtersteven:; οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι’ ἀνάψαι noch het anker werpen, noch de touwen vastmaken Od. 9.137; overdr.. ἐν σοὶ τἀμά... βίου πρυμνήσι’ ἀνῆπται aan jou zitten mijn levenskabels vast AP 12.159.1.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνήσιος: Eur. = πρυμνήτης.

Spanish

nave

Greek Monolingual

-α, -ο / πρυμνήσιος, -ία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίοςκάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια
ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη πλοίου στην ακτή, στις δέστρες της προκυμαίας ή της προβλήτας, αλλ. πρυμάτσες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνήσιον
μτφ. οδήγηση, διακυβέρνηση
2. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρυμνησία
πόλη της βόρειας Φρυγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -ήσιος (μέσω του τ. πρυμνήτης), πρβλ. ικετ-ήσιος (βλ. και -ήσιος)].

Greek Monotonic

πρυμνήσιος: -α, -ον (πρύμνα), αυτός που ανήκει στην πρύμνη πλοίου, κάλως, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. πρυμνήσια (ενν. δεσμά), σχοινιά από την πρύμη που ξεκινούν και προσδένονται στην ξηρά, Λατ. retinacula navis, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήσιος: -α, -ον, (πρύμνα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρύμναν πλοίου, κάλως Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 479· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ οὐδ. πληθ., (ἐξυπ. δεσμά, σχοινία, καλῴδια ἀπὸ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου ἐκτεινόμενα, καὶ εἰς τὴν ξηρὰν προσδενόμενα, Λατ. retinacula navis, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.), πρ. καταδῆσαι Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ἀνάψαι Ι. 137· ἀντίθ. τῷ πρ. λῦσαι Β. 418, Ο. 286, 552· ἀναλῦσαι Ι. 178, κτλ.· - μεταφ., ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνησι’ ἀνῆπται Ἀνθ. Π. 12. 159, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Συνέσ. 228Α.

Middle Liddell

πρυμνήσιος, η, ον πρύμνα
of or from a ship's stern, κάλως Eur.:—neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά) stern-cables, Lat. retinacula navis, Hom.

English (Woodhouse)

of the stem

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον plu. subst., en sent. fig. nave de Apolo-Helios ἵνα ἀπέλθῃς εἰς τὰ ἴδια πρυμνήσια καὶ μή με βλάψῃς para que te alejes a tu nave particular y no me hagas mal P I 346